πρωτόγραφος

πρωτόγραφος
-η, -ο / πρωτόγραφος, -ον, ΝΜ
αυτός που γράφηκε ή έχει γραφεί πρώτος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγραφο
το πρωτότυπο ενός εγγράφου από το οποίο γίνονται αντίγραφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -γραφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”